ὑποδείγματος

ὑποδείγματος
ὑπόδειγμα
sign
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομοιότητα — Δύο σχήματα χαρακτηρίζονται όμοια αν είναι δυνατό να καθοριστεί μεταξύ των σημείων τους μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, η οποία διατηρεί τα σημεία που βρίσκοντα σε ευθεία, έτσι ώστε ο λόγος (έστω λ) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αντίστοιχων τμημάτων… …   Dictionary of Greek

  • υπόδειγμα — το / ὑπόδειγμα, ΝΜΑ [ὑποδείκνυμι] μτφ. παράδειγμα για μίμηση (α. «υπόδειγμα εκπαιδευτικού» β. «πρὸς ὑπόδειγμα ἀρετῆς», επιγρ. γ. «ὑπόδειγμα τῷ πλήθει ποιῶν ἑαυτόν», Πολ.) νεοελλ. 1. δείγμα, πρότυπο για την τήρηση ορισμένου σχεδίου ή ορισμένης… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • κανονίζω — (AM κανονίζω) [κανών] 1. ρυθμίζω, διευθετώ κάτι βάσει ορισμένου κανόνα, δηλ. υποδείγματος, μοντέλου, προτύπου, τακτοποιώ, ρυθμίζω 2. επιβάλλω ορισμένους κανόνες σε κάτι νεοελλ. 1. καθορίζω κάτι επακριβώς, με λεπτομέρειες («κανονίζω το πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • προκατάληψη — Ο όρος σημαίνει κρίση που δεν επαληθεύτηκε ή κρίση εκ των προτέρων με βάση σχήματα που έγιναν αποδεκτά, χωρίς κριτική σκέψη, από την κοινή παράδοση. Βασιζόμενη εξάλλου στην απλή γνώμη, η π. αποτελεί άκαμπτη στάση, επηρεαζόμενη από ένα… …   Dictionary of Greek

  • προσομοίωση — η, Ν 1. η ενέργεια τού προσομοιώνω 2. (βιολ οικον. στρ. τεχνολ.) αναπαράσταση τής συμπεριφοράς μιας φυσικής, βιομηχανικής, βιολογικής, οικονομικής ή στρατιωτικής διεργασίας μέσω υλικού υποδείγματος, τού οποίου οι παράμετροι και οι μεταβλητές… …   Dictionary of Greek

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

  • Ράδερφορντ, Έρνεστ — (Rutherford, Νέλσον, Νέα Ζηλανδία 1871 – Κέμπριτζ 1937). Άγγλος φυσικός. Αφού σπούδασε στη γενέτειρα του, πήρε το πτυχίο των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών από το Καντέρμπερι Κόλετζ του Κράιστσερτς χάρη σε διαδοχικά σχολικά βραβεία. Με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”